- παρατροφος
- παράτροφοςπαρά-τροφος2вскормленный вместе
(π. καὴ οἰκογενής Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(π. καὴ οἰκογενής Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράτροφος — ον, Α [παρατρέφω] αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλους, στο ίδιο σπίτι («δοῡλοι οἰκογενεῑς και παράτροφοι», Πολ.) … Dictionary of Greek
παρατρόφων — παράτροφος reared with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek